συρραστωνώ

συρραστωνώ
-έω, Α
(για συμπτώματα) υποχωρώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ῥαστωνῶ «(για ασθ.) καταπραΰνομαι, γίνομαι λιγότερο οδυνηρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”